- ένστικτος
- ος , ον , ένστικτώδης, ης, ες инстинктивный;
ένστικτος άμυνα — инстинкт самозащиты;
ένστικτωδής κίνησις — инстинктивное движение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ένστικτος άμυνα — инстинкт самозащиты;
ένστικτωδής κίνησις — инстинктивное движение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ένστικτος — η, ο αυθόρμητος, από εσωτερική παρόρμηση («ο ένστικτος φόβος», «η ένστικτη δειλία του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένστικτο] … Dictionary of Greek